- φυτογραφία
- ηκλάδος της βοτανικής που ασχολείται με την περιγραφή των φυτών.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φυτογραφία — η, Ν η περιγραφή τών διαφόρων φυτών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phytography < φυτόν + γραφία*. Η λ. μαρτυρείται από το 1799 στον Ανθ. Γαζή] … Dictionary of Greek
φυτογραφικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυτογραφία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυτογραφία. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θεόδ. Αφεντούλη] … Dictionary of Greek
φυτογραφικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυτογραφία (βλ. λ.), που είναι της φυτογραφίας: Φυτογραφική μελέτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)